Δευτέρα 31 Ιανουαρίου 2011

Κριτική του κυρίαρχου στην ψυχιατρική ψυχοφαρμακευτικού μοντέλου

Του Γιώργου Ροσσολάτου,
επιστημονικού συνεργάτη της 
Επιτροπής Πολιτών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα

Το ψυχοφαρμακευτικό μοντέλο εξισώνει τη μεταφυσική έννοια της νόησης με το φυσικό εγκέφαλο και ουσιαστικά προσπαθεί να πραγμοποιήσει ή να υποστασιοποιήσει τις λειτουργίες της νόησης ως λειτουργίες του εγκεφάλου ή αλλιώς πρόκειται για μια βιολογικοποίηση της φιλοσοφίας. Ακόμα και οι ίδιοι οι εκπρόσωποι της ψυχιατρικής επιστήμης διατείνονται ότι ακόμα και αν αυτό το προγραμματικό σχέδιο δεν αποτελεί όνειρο θερινής νυκτός (που κατά την άποψη μας αποτελεί ακριβώς αυτό), τουλάχιστον απέχουν μακράν από την υλοποίηση του. Στην πρακτική εφαρμοσμένη του διάσταση το ψυχοφαρμακευτικό μοντέλο είναι δέσμιο ιστορικών, πολιτισμικών και καθόλου αχρονικών συνιστωσών και του σχετικού μεριδίου φωνής που έχει κάθε πολιτισμικό μόρφωμα.

Το ψυχοφαρμακευτικό μοντέλο δεν αποτελεί επιστημονική προσέγγιση, αλλά γλωσσικό οικοδόμημα και ένα σύστημα μεταφορών, αρχίζοντας από την προβολή της μεταφοράς της ασθένειας πάνω στον ασθενή, άρα πρόκειται για ένα μεταφορολογικό σύστημα

Το ψυχοφαρμακευτικό μοντέλο ερείδεται σε ξεπερασμένες προσεγγίσεις στις κοινωνικές επιστήμες, όπως ο θετικισμός [positivism, πχ Rudolf Carnap], ο μπιχεβιορισμός [behaviorism, πχ William James], ο λειτουργισμός [functionalism, πχ Emil Durkheim, Talcott Parsons] , οι οποίες έχουν ως αφετηρία τους τις μονοσήμαντες εξηγήσεις φαινομένων και απολήγουν σε ντετερμινισμό και σολιπσισμό, έναντι σχολών όπως της κοινωνικής αλληλεπίδρασης, της κοινωνικής ανθρωπολογίας, της κοινωνικής ψυχολογίας, που απολήγουν σε ερμηνείες φαινομένων βάσει της δυναμικής διάδρασης και συν-διαμόρφωσης του ατόμου με την κοινωνία ή, στη γλώσσα της νομικής επιστήμης, σε μια «οντολογία των σχέσεων", όπως επισημαίνει ο Α.Μπιτζιλέκης [βλ Η Συμμετοχική Πράξη, Εκδ Σάκκουλα 1990]

Το ψυχοφαρμακευτικό μοντέλο συνιστά ιδεολόγημα που αποσκοπεί στο στιγματισμό ατόμων που δεν έχουν κατ ανάγκη παραβιάσει το νόμο


Σε επίπεδο ερευνητικής μεθοδολογίας συντρέχει μέγιστο έλλειμμα αξιοπιστίας των ερευνητικών δεδομένων. Οι εκπρόσωποι του ψυχοφαρμακευτικού μοντέλου διατείνονται ότι οι «ψυχικές νόσοι» οφείλονται σε παθολογικά αίτια που ανάγονται στη βιοχημική σύνθεση του εγκεφάλου (και το αντίστροφο ισχύει αναγκαία σε αυτή την περίπτωση), ΠΑΡΑ ΤΟ ΟΤΙ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ ΚΑΙ ΟΠΩΣ ΠΑΡΑΔΕΧΟΝΤΑΙ ΤΑ ΙΔΙΑ ΤΑ ΜΕΛΗ ΤΗΣ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗΣ Η ΕΥΡΕΣΗ ΣΑΦΟΥΣ ΚΑΙ ΑΔΙΑΜΦΙΣΒΗΤΗΤΗΣ ΒΑΣΗΣ ΣΕ ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΤΩΝ «ΨΥΧΙΚΩΝ ΝΟΣΩΝ» ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΕ ΕΜΒΡΥΑΚΟ ΣΤΑΔΙΟ!!!

Παρόλα αυτά, αν, έστω και σε επίπεδο μεταφοράς, γίνει αποδεκτό το ψυχοφαρμακευτικό μοντέλο ως κατισχύον έναντι άλλων προσεγγίσεων (όπως και ισχύει δια νόμου!) τότε εξ ορισμού αίρεται η νομική αρχή της υπευθυνότητας και της προθετικότητας και προάγεται ένας άνευ όρων βιολογικός ντετερμινισμός (ακόμα και η αμέλεια λογίζεται ως απόκλιση της προθετικότητας όχι ως διαταραχή!).

Πράγματι αν δεχθεί κανείς αυτή την αναγωγιστική τακτική [reductionist tactic] του ψυχοφαρμακευτικου μοντέλου τότε όλοι μας είμαστε έρμαια βιοχημικών διαδικασιών, που σημαίνει ότι δεν υφίστανται οι νομικές έννοιες της προθετικότητας και της υπευθυνότητας. Εάν δεν γίνει αποδεκτή η θέση ότι αν θεωρηθεί κατισχύον το ψυχοφαρμακευτικό μοντέλο, τότε εξ ορισμού αίρονται οι αρχές της προθετικότητας και της υπευθυνότητας , δημιουργούνται επιπλέον προβλήματα σε μεθοδολογικό επίπεδο σχετικά με το βαθμό στον οποίο μπορεί κάποιος «ψυχίατρος» να διακρίνει αν ισχύει η υπευθυνότητα και η προθετικότητα σε κάποιον που έχει προσαχθεί βίαια στο πλαίσιο ακούσιου εγκλεισμού. Η απάντηση είναι ότι ο μόνος τρόπος να διαγνώσει κάτι τέτοιο είναι μέσω του λόγου του ασθενή. 

Πράγματι, πλείστα όσα πειράματα με υποκρινόμενους ασθενείς στη διάρκεια των τελευταίων τριάντα ετών έχουν αποδείξει ότι από τη στιγμή που ο μόνος τρόπος αυτής της διάγνωσης είναι ο λόγος του «ασθενούς», η προσποίηση των συμπτωμάτων δεν διαφέρει από την πραγματική τους ύπαρξη. Στα προαναφερθέντα πειράματα αποδεδειγμένα οι συμμετέχοντες που είχαν προσκομισθεί υποκρινόμενοι ότι είναι ψυχικώς πάσχοντες χρίστηκαν ως τέτοιοι και υποχρεώθηκαν σε λήψη φαρμακευτικής αγωγής!!!

Πρωτίστως, όμως, και ακόμα σημαντικότερα από την κριτική στάση απέναντι σε επιστημολογικά και μεθοδολογικά θέματα απαντάται η κριτική απέναντι στους συσχετισμούς δυνάμεων που συνιστούν γενεσιουργό δύναμη και προαγωγό του ψυχοφαρμακευτικού μοντέλου (φαρμακευτικές εταιρείες, ασφαλιστικές εταιρείες, κλινικές) και συγκεκριμένα στις όχι και τόσο διαφανείς διαδικασίες με τις οποίες οι φαρμακευτικές εταιρείες επιβάλουν αυτό το μοντέλο στους ψυχίατρους, για τις οποίες έχουν αναγκασθεί πλειστάκις να καταβάλουν δισεκατομμύρια σε αποζημιώσεις, τόσο για απόκρυψη επικίνδυνα βλαπτικών παρενεργειών των ψυχοφαρμάκων, όσο και για ισχυρισμούς αναφορικά με τα οφέλη από τη χρήση τους και οι οποίες έχουν αποτελέσει μήλο της έριδος και αφορμή αλλεπάλληλων ενδο ψυχιατρικών διαμαχών

ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΓΩΓΗΣ ΤΟΥ ΑΙΤΙΑΤΟΥ ΣΕ ΑΙΤΙΑ: Για παράδειγμα, οι ψυχίατροι διατείνονται ότι η κατάθλιψη «προκαλείται» από τα χαμηλά επίπεδα σεροτονίνης στον εγκέφαλο, η θεωρητικά πλέον ξεπερασμένη προσέγγιση της «βιοχημικής ανισορροπίας». Αυτό που αποσιωπάται συνήθως από τέτοιες προσεγγίσεις βιολογικού ντετερμινισμού είναι η ικανότητα της νόησης να καθορίσει και να επιφέρει μεταβολές στις διεργασίες του εγκεφάλου. Για παράδειγμα, ένα συναρπαστικό παιχνίδι ποδοσφαίρου είναι σε θέση να αυξήσει τα επίπεδα κατεχολαμίνης. Η αιτία πίσω από το συναίσθημα έξαρσης που βιώνει ο θεατής οφείλεται στα αυξημένα επίπεδα κατεχολαμίνης ή στη δραματουργία του παιχνιδιού; Ένα αντιψυχωσικό φάρμακο είναι σε θέση να μειώσει την ικανότητα κάποιου να παίζει πιάνο. Αυτό σημαίνει ότι η ικανότητα κάποιου να παίζει πιάνο εξαρτάται από νευροχημικές διαδικασίες;

Όπως αναφέρεται σε σχετικά χωρία του δικτυακού τόπου του Citizens Commission on Human Rights “To 1996 o ψυχίατρος David Kaiser δήλωσε ότι η μοντέρνα ψυχιατρική δεν έχει παράσχει ακόμα πειστικούς λόγους για τις γενετικές/βιολογικές αιτίες των λεγόμενων διανοητικών διαταραχών. Παρόλα αυτά, πολλοί έχουν διαγνωσθεί ως πάσχοντες από διάφορα είδη χημικής ανισορροπίας, παρά το ότι δεν υπάρχουν εξετάσεις που να επιβεβαιώνουν αυτές τις υποθέσεις, δεδομένου ότι δεν υπάρχει κανόνας χημικής ισορροπίας».

Το 1998 οι Seymour S. Kety, Ομότιμος καθηγητής νευροεπιστήμης και ψυχιατρικής και Steven Mathysse, επίκουρος καθηγητής ψυχοβιολογίας του Harvard Medical School κατέληξαν κατόπιν ανασκόπησης της σχετικής επιστημονικής βιβλιογραφίας ότι δεν υπάρχουν σαφείς και αδιαμφισβήτητες αποδείξεις σχετικά με την υπόθεση των κατεχολαμινών, ούτε αποδείξεις που να διαφοροποιούν τον εγκέφαλο των ψυχικά πασχόντων από τον υπόλοιπο πληθυσμό (The New Harvard Guide to Psychiatry, Harvard University Press, σ.148). Οι λεγόμενες διαταραχές της διανόησης ή των συναισθημάτων οφείλονται σε και μπορούν να εξηγηθούν από δυσμενείς συγκυρίες της καθημερινής ζωής και όχι στη βιολογία.

Άρα, το ψυχοφαρμακευτικό μοντέλο θεώρησης φαινομένων στο οποίο στηρίζεται η ψυχιατρική συνιστά μια προσπάθεια βιολογικοποίησης και αναγωγισμού της καθημερινότητας και των αμέτρητων παραμέτρων που προσδιορίζουν τα προβλήματα που απαντώνται σε αυτή, μια προσπάθεια που μέχρι σήμερα χρήζει απόδειξης, την οποία η ίδια η ψυχιατρική κοινότητα αμφισβητεί αν μπορεί να δώσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: